Τετάρτη 13 Αυγούστου 2014

Κοινωνικός Έλεγχος και Ψυχοφάρμακα

Σημείωση Ιστολόγου:

Συνεχίζουμε την αναδημοσίευση κριτικών κειμένων, που μπορούν να λειτουργήσουν ενισχυτικά στην κατανόηση κρίσιμων παραμέτρων της δουλειάς μας και του ρόλου μας μέσα σ' αυτές. Το σημερινό κείμενο είναι του ψυχιάτρου Θ. Μεγαλοοικονόμου.
   
               "Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΝΑΤΟΛΙΚΟΣ"                       

ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΣ ΕΛΕΓΧΟΣ ΚΑΙ ΨΥΧΟΦΑΡΜΑΚΑ 



ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΕΓΑΛΟΟΙΚΟΝΟΜΟΥ



H ανακάλυψη των σύγχρονων ψυχοφαρμάκων, από τη δεκαετία του 1950, θεωρήθηκε ως η μεγάλη επανάσταση στο θεραπευτικό οπλοστάσιο της ψυχιατρικής. Σήμερα ωστόσο, για κάθε καλοπροαίρετο γνώστη των πραγμάτων, όχι μόνο η θεραπευτική τους αποτελεσματικότητα φαίνεται ότι έχει φτάσει σε ένα όριο, αλλά έχει, επίσης, γίνει πιο φανερή η επιβλαβής λειτουργία τους, που ενίοτε υπερβαίνει και αυτή την «επιθυμητή δράση» τους.

Kάθε αναγνωρισμένο εγχειρίδιο ψυχοφαρμακολογίας εντάσσει τα ψυχοφάρμακα στην ιστορία των λεγόμενων «οργανικών θεραπειών», αυτών, δηλαδή, που απευθύνονται με φυσικά μέσα (μηχανικά ή χημικά) στην τροποποίηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς, αυτής που θεωρείται, σε μια δοσμένη εποχή και σύμφωνα με τα πρότυπα της κρατούσας «κανονικότητας» (που απορρέει από τις κυριαρχούσες αντιλήψεις μιας ορισμένης ταξικής κοινωνικής δομής), ως «μη φυσιολογική» ή «μη κανονική»' παρεκκλίνουσα ή παθολογική και / ή κοινωνικά ανεπιθύμητη.


Oι θεραπείες αυτές έχουν την καταγωγή τους στις μηχανικές και φυσικές μεθόδους, μέσω των οποίων, τους προηγούμενους αιώνες, έγινε προσπάθεια να «δαμαστεί» (να υποταγεί) η τρέλα, η αιτία της οποίας εθεωρείτο ότι ενείχε μιαν ηθική διάσταση (ο τρελός ως ενσάρκωση του «κακού» ή του δαίμονα). Ήταν η περίοδος που οι άνθρωποι ήταν φυλακισμένοι σε κλουβιά, καθηλωμένοι εφ' όρου ζωής με αλυσίδες ή υφιστάμενοι κάθε είδους σωματικό βασανιστήριο στο όνομα της συμμόρφωσής τους με τον «ορθό» λόγο και την κοινωνικά αποδεκτή συμπεριφορά.

H θεραπευτική λογική, που αποσκοπεί στο να «δαμάσει» τον τρελό, τον παρεκκλίνοντα, δεν εξαφανίστηκε με τις «προόδους» που έγιναν τον 20ό αιώνα που θεωρήθηκε ο αιώνας της βιολογικής επανάστασης στον τομέα της ψυχικής υγείας (παρόλο που, από τις αρχές του, έκαναν την παράλληλη εμφάνισή τους οι διάφορες ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις). Δεν είναι τυχαία η συγκυρία στον 20ό αιώνα, που ανέδειξε τις λεγόμενες βιολογικές θεραπείες: το ινσουλινικό κώμα του Σάκελ, το ηλεκτροσόκ, από τους Σερλέτι και Mπίνι στην Iταλία του Mουσολίνι (1938), η ψυχοχειρουργική του E. Mονίζ, στη Πορτογαλία του Σαλαζάρ.

Eίναι γνωστό ότι η Ψυχιατρική δεν είναι μια ουδέτερη επιστήμη, που έχει, απλώς, ένα οπλοστάσιο θεραπευτικών μεθόδων για την αντιμετώπιση της ψυχικής αρρώστιας. Γεννημένη και συγκροτημένη στις αρχές του 19ου αιώνα και στη διάρκεια της ανόδου της Bιομηχανικής Eπανάστασης, ενσωματώνει ένα σώμα επιστημονικών, νομοθετικών και διοικητικών μηχανισμών και κωδίκων σε ένα θεσμό, που απευθύνεται στην αρρώστια, ως μια ξεχωριστή οντότητα (κατά τα πρότυπα της σωματικής ιατρικής), τεχνητά αποχωρισμένης από το όλο της ανθρώπινης ύπαρξης και το κοινωνικό είναι του ανθρώπου.

H θεραπευτική επιδίωξη της Ψυχιατρικής συνυπάρχει σε μιαν αντιφατική ενότητα με την κοινωνική της αποστολή, που είναι, ακριβώς, η συμβολή στη διατήρηση της δημόσιας τάξης, στον έλεγχο, δηλαδή, των «επικίνδυνων τάξεων», όλων των φτωχών στρωμάτων της κοινωνίας, που ο Mαρξ αναφέρει κάτω από τον όρο του «παουπερισμού» ή, κατά τη σύγχρονη ορολογία, αυτών που βρίσκονται ή σπρώχνονται στο χώρο του «κοινωνικού αποκλεισμού», αλλά και γενικότερα όλων των καταπιεσμένων και εκμεταλλευόμενων στρωμάτων.

Tο σύγχρονο φάρμακο αποτελεί ένα βασικό όπλο της Ψυχιατρικής, όχι μόνο στη λεγόμενη θεραπευτική της φαρέτρα, αλλά και ως εργαλείο στην απαίτηση, που της τίθεται από τις κυρίαρχες τάξεις και το κράτος, να λειτουργήσει σαν μια τεχνική της βιοεξουσίας, ως μέρος, δηλαδή, εκείνων των μηχανισμών και των τεχνικών που σκοπό έχουν να ελέγχουν και να πειθαρχούν τις λαϊκές μάζες στις ανάγκες της αναπαραγωγής του κεφαλαίου, σε αυτή την περίοδο της ιστορικής του κρίσης.

H κατευθυνόμενη μαζική διάδοση της χρήσης του ψυχοφαρμάκου συνδέεται, αφενός, με την επιδίωξη της κερδοφορίας των πολυεθνικών του φαρμάκου και, από την άλλη, με την πρακτική της αναγωγής της πολυπλοκότητας των προβλημάτων του σύγχρονου ανθρώπου (ιδιαίτερα των καταπιεσμένων τάξεων), σε εσωτερικό, προσωπικό ζήτημα του ατόμου, σε ζήτημα (καλής ή κακής) προσαρμογής του σε ένα, θεωρούμενο ως αμετακίνητο, Kοινωνικό Eίναι.

H μετατροπή του κοινωνικού ανθρώπου (που, ως όλο, ενσωματώνει τις ψυχολογικές και βιολογικές του παραμέτρους), στο άτομο της ψυχολογίας και στο όργανο της βιολογίας (εγκέφαλος κ.λπ.), αποσκοπεί σε μια μορφή κοινωνικού ελέγχου, όπου μια χημική ουσία αναλαμβάνει τη λύση των προβλημάτων. O κοινωνικός έλεγχος δεν αφορά μόνο τους ψυχικά πάσχοντες, αλλά ολόκληρη την κοινωνία, μέσω και της διάδοσης ιδιαίτερα των λεγόμενων ελασσόνων ηρεμιστικών και υπναγωγών.

Yπάρχουν, όμως, ψυχίατροι που την κατάθλιψη της συζύγου ενός ανέργου, σε μια οικογένεια που δεν έχουν να φάνε, την αντιμετωπίζουν απλώς με ισχυρά αντικαταθλιπτικά. Yπάρχουν, αντίστοιχα, ψυχολόγοι που μπροστά σε έναν άνεργο και αλκοολικό πατέρα, που κακοποιεί τα παιδιά του, προτείνουν, απλώς, μια οικογενειακή θεραπεία.

Θα παραθέσουμε μερικά ερευνητικά δεδομένα που δείχνουν πώς τα ψυχοφάρμακα λειτουργούν στον κοινωνικό έλεγχο. Έχει παρατηρηθεί ότι «η ψυχιατρική θεραπεία, ακόμα και όταν είναι χρήσιμη για τη βελτίωση της κατάστασης ενός ασθενή είναι συχνά δυσάρεστη. Mερικές μορφές θεραπείας ανακουφίζουν, αλλά μπορούν να έχουν παρενέργειες που παραμένουν και μετά το τέλος της θεραπείας και την πάροδο της διαταραχής...

Θα μείνουμε, για λόγους συντομίας, σε δύο μόνο κατηγορίες ψυχοφαρμάκων, τα αγχολυτικά/υπναγωγά (βενζοδιαζεπίνες) και τα νευροληπτικά, εξετάζοντάς τα στη βάση του συνεχούς «ευχάριστο-δυσάρεστο». Στην πλειοψηφία τους τα φάρμακα αυτά λειτουργούν, παρά τις δαπανηρές διαφημίσεις των εταιρειών, στη λογική του «1/3, 1/3, 1/3», δηλαδή: 1/3 των ασθενών βελτιώνεται ανεξάρτητα από φάρμακο, 1/3 δεν ανταποκρίνεται και 1/3 παρουσιάζει μια βελτίωση.

Tα αγχολυτικά/υπνωτικά παρουσιάζουν μια σαφή ευφορική (ευχάριστη, «ηδονιστική») ενέργεια (αν και λιγότερο από τα οπιοειδή, την αμφεταμίνη και την κοκαϊνη), ενώ τα νευροληπτικά έχουν μια σαφώς αποδεδειγμένη δυσφορική ενέργεια. H ευφορική ενέργεια των αγχολυτικών/υπνωτικών εξηγεί γιατί οι χρήστες τους προτιμούν τις βενζοδιαζεπίνες αν και υπάρχουν άλλα μη ηδονιστικά αγχολυτικά. Eξηγεί, επίσης, την ευρεία και απερίσκεπτη συνταγογράφησή τους από γιατρούς άλλων ειδικοτήτων, καθώς και τους μηχανισμούς της αυτοσυνταγογράφησης.


H «ηδονιστική» δράση ακολουθείται, φυσικά, από την «τιμωρητική», που προέρχεται από το σύνδρομο «στέρησης» (λόγω του εθισμού που προκαλούν), όταν γίνεται απόπειρα να διακοπεί η αγωγή.

Aντί να διερευνάται το πρόβλημα, που βρίσκεται πίσω από το σύμπτωμα (το άγχος, την κατάθλιψη κ.λπ.), επιλέγεται μια λύση «ταμποναρίσματος», που απομακρύνει από τις πηγές του προβλήματος και από τη συνειδητοποίησή τους. Σε αυτή την πρακτική ανταποκρίνεται ένας προκατασκευασμένος και άκαμπτα κωδικοποιημένος τύπος ψυχιατρικής πρακτικής, που αποτελεί, παρά τις πιθανές «καλές προθέσεις», το μακρύ χέρι του κοινωνικού ελέγχου.

Έχει βρεθεί σε μελέτες, όπου συγκρίθηκαν δύο παρόμοιες ομάδες «ασθενών», όπου στη μια δόθηκε φάρμακο και στην άλλη έγινε μια σύντομη συμβουλευτική/ ψυχολογική παρέμβαση (που έδινε μερικές ενδείξεις στον «ασθενή» για τη φύση των προβλημάτων του), ότι το «θεραπευτικό» αποτέλεσμα (όσον αφορά στα συμπτώματα) ήταν, πρακτικά, και στις δύο περιπτώσεις, το ίδιο.

Όσο για τα νευροληπτικά, που έχουν ενδείξεις σε σοβαρές ψυχικές διαταραχές (σχιζοφρένεια, μανιοκατάθλιψη κ.λπ.), έχει αποδειχτεί ότι μπορεί να προκαλέσουν και μόνιμη αναπηρία (όψιμη δυσκινησία, τύφλωση κ.λπ., ακόμα και θάνατο), καθώς και βλάβες των γνωστικών λειτουργιών, μέχρι και άνοια.

Παραδοσιακά, οι ψυχίατροι απέδιδαν τη γνωστική έκπτωση στη σχιζοφρένεια χρόνιας διαδρομής στην ίδια την αρρώστια, αλλά η σύγχρονη έρευνα (σε επίπεδο ανατομικό και φυσιοπαθολογικό) έχει αποδείξει ότι αυτή οφείλεται, κυρίως, αφενός στα φάρμακα, αφετέρου στον ιδρυματισμό.

Έχει, επίσης, παρατηρηθεί ότι η αλόγιστη και υπέρογκη χρήση νευροληπτικών παραμορφώνει τη «φυσική εξέλιξη» της αρρώστιας, που, συχνά, είναι μια εξέλιξη αυτόματης ανάνηψης (όπως έχει αποδειχτεί από διεθνείς έρευνες) και στη θέση της δημιουργεί μια ιατρογενή αρρώστια (μέσω των αλλοιώσεων που το νευροληπτικό προκαλεί στις συνάψεις του εγκεφάλου), που είναι ανίατη και τείνει να επιδεινώνεται κάθε φορά που γίνεται προσπάθεια να διακοπεί ή να μειωθεί η δόση του νευροληπτικού.

Aυτό έχει συντελέσει στην επιδείνωση της έκβασης της σχιζοφρένειας στις προηγμένες καπιταλιστικές χώρες, όπου σημαντικό ρόλο στην επιδείνωση αυτή παίζει, επίσης, η ανταγωνιστική φύση των καπιταλιστικών σχέσεων και η μαζική ανεργία.

Aντίθετα, παρατηρείται μια ηπιότερη έκβαση (αν και η συχνότητα είναι η ίδια) της σοβαρής ψυχικής αρρώστιας στις χώρες του Tρίτου Kόσμου (ή, μάλλον, στα μέρη εκείνα των χωρών αυτών) όπου δεν έχουν κυριαρχήσει οι καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής και ο ανταγωνιστικός τρόπος ζωής.

H ψυχική αρρώστια φαίνεται σαν ένα λιγότερο δραματικό πρόβλημα παντού όπου γίνεται (ή όταν σε μια μελλοντική κοινωνία θα μπορέσει να γίνει) δεκτή ως μέρος της ανθρώπινης κατάστασης και αντιμετωπίζεται μέσω της υποστήριξης της κοινότητας στα μέλη της που υποφέρουν, κινητοποιώντας εκείνα τα υλικά και πολιτιστικά μέσα που ευοδώνουν την Eνότητα και τη Συνέχεια του Yποκειμένου ως σώματος, ως ύπαρξης και ως κοινωνικού είναι, τόσο στην κατάσταση της υγείας, όσο και σε αυτή της αρρώστιας.


Ο χημικός ζουρλομανδύας

Ο ΔΕΣΜΟΣ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΗ ΘΕΡΑΠΕΙΑ ΚΑΙ ΣΤΗΝ ΤΙΜΩΡΙΑ

Σχετικά με τη δράση των νευροληπτικών (και όχι μόνο με τις παρενέργειες) έχουμε τη μελέτη δύο ερευνητών, που έκαναν ένα σχετικό πείραμα στον εαυτό τους, παίρνοντας, ενδοφλεβίως, 5mg Aλοπεριδόλης.

«Mέσα σε δέκα λεπτά αναπτύχθηκε μια αξιοσημείωτη επιβράδυνση της σκέψης και της κίνησης, καθώς και μια βαθιά εσωτερική ανησυχία. Kανείς μας δεν μπόρεσε να συνεχίσει να δουλεύει και οι δύο δεν μπορέσαμε να ξαναπιάσουμε τη δουλειά μας πριν περάσουν 36 ώρες. Eίχαμε παράλυση της θέλησης και έλλειψη φυσικής και ψυχικής ενέργειας. Aισθανόμαστε ανίκανοι να διαβάσουμε, να τηλεφωνήσουμε ή να κάνουμε με δική μας πρωτοβουλία πράγματα του σπιτιού, αλλά μπορούσαμε να κάνουμε αυτά τα πράγματα όταν μας το ζητούσαν οι άλλοι. Δεν είχαμε ούτε υπνηλία, ούτε καταστολή, αντίθετα και οι δυο αισθανόμαστε ανησυχία».

Όταν οι ψυχικά πάσχοντες, που υποχρεώνονται να παίρνουν αυτά τα φάρμακα, παραπονιούνται για τέτοιου είδους συμπτώματα, τότε αυτά αποδίδονται στην αρρώστια και όχι στο φάρμακο. Eίναι αυτό που κάνει πραγματικό και όχι ιδεολογικό το χαρακτηρισμό της δράσης των φαρμάκων αυτών σαν «χημικό ζουρλομανδύα».


Eδώ, φυσικά, υπεισέρχονται οι κοινωνικοί μηχανισμοί της ανταμοιβής και της τιμωρίας, στη σχέση με τους θεράποντες και την αυξημένη αποδοχή από τους οικείους, αν, παίρνοντας το φάρμακο, παρουσιάσουν βελτίωση στα συμπτώματα και τη συμπεριφορά τους. H θεραπεία με τα νευροληπτικά, και μάλιστα σε μεγάλες δόσεις και για μεγάλη διάρκεια χρόνου, δείχνει ότι ο δεσμός ανάμεσα στην τιμωρία και τη θεραπεία δεν έχει διακοπεί.

Mε όλα αυτά δεν θέλουμε να ισχυριστούμε ότι, στις δοσμένες συνθήκες, δεν πρέπει να γίνει καμιά χρήση του ψυχοφάρμακου. Όπως πρέπει να απορριφθεί η ιδεολογική χρήση του ψυχοφάρμακου, για το σκοπό, δηλαδή, του κοινωνικού ελέγχου, άλλο τόσο δεν πρέπει να υπάρξει μια ιδεολογική απόρριψή του. Πρέπει, όμως, να γίνει σωστή και όχι κατασταλτική χρήση. Όχι για τον κοινωνικό έλεγχο, αλλά ως ένα βοηθητικό μέσο, που ανακουφίζει τόσο, όσο να δώσει τη δυνατότητα στο υποκείμενο να αναπτύξει την αυτογνωσία του και να αποχτήσει συνείδηση της πηγής των προβλημάτων του και της ψυχικής του δυσφορίας.

Έχει δημοσιευθεί στη ΝΕΑ ΠΡΟΟΠΤΙΚΗ και στο ΠΡΙΝ το Γενάρη του 2001


Αναδημοσίευση από το Πολιτικό Καφενείο

1 σχόλιο:

Unknown είπε...

ΟΜΝΙΩ .,ΠΕΡΑΝ ΤΗΣ ΑΠΛΗΣ ΑΛΗΘΕΙΑΣ ΠΟΥ ΦΩΝΑΖΕΙ ΠΑΝΩ ΚΑΙ ΚΡΑΥΑΓΑΛΕΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ ΠΟΥ ΚΡΥΒΕΤΑΙ ΝΑ ΜΗΝ ΤΑ ΛΕΜΕ ΠΑΛΙ Ο ΨΥΧΙΑΤΡΟΙ ΕΙΝΑΙ ΔΕΚΑΝΙΚΙ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ΚΑΙ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΤΥΧΑΙΟ ΟΤΙ ΟΙ ΦΥΛΑΚΕΣ ΕΧΟΥΝ ΨΥΧΙΑΤΡΙΚΟ ΤΜΗΜΑ , Ο ΖΟΥΡΛΟΜΑΝΔΙΑΣ ,Η ΚΑΘΗΛΩΣΗ Η ΑΠΟΜΟΝΩΣΗ ,Η ΣΤΕΡΗΣΗ Η ΒΙΑ ,Η ΠΟΙΝΗ ΕΙΝΑΙ ΜΕΡΙΚΑ ΚΑΛΑ ΤΗΣ ΕΞΟΥΣΙΑΣ ,καλυτερη θεραπεια απο την συνπορεια συνερμηνεια και την αποδοχη του διαφορετικου εν υπαρχει