Πέμπτη 10 Μαρτίου 2016

Αλκ. Γούναρης: Διαγνωστικά Κριτήρια και Ψυχιατρική Ηθική




Διαγνωστικά Κριτήρια και Ψυχιατρική Ηθική

του Αλκιβιάδη Κ. Γούναρη, ΜΑ, Δρ. Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Αθηνών  (www.alkisgounaris.com). Δημοσιεύθηκε πρώτη φορά, στο περιοδικό Ψυχανεμίσματα, της Ελληνικής Εταιρείας Φαινομενολογικής- Υπαρξιακής Ανάλυσης και Ψυχοθεραπείας, τ.4, την Άνοιξη 2008, σελ. 61-65.

στην καθημερινή ζωή 
εάν ο Jones δεν καταλαβαίνει τι του λέει ο Smith, 
o Jones θεωρείται ηλίθιος… αλλά στη ψυχιατρική, 
αν ο Jones είναι ψυχίατρος και ο Smith είναι ασθενής, 
κι αν ο Jones δεν καταλαβαίνει τι του λέει ο Smith, 
τότε ο Smith θεωρείται τρελός.

(Thomas Szasz)

 To 1712, τη χρονιά που γεννιέται ο Ζαν Ζακ Ρουσώ, ο δυτικός κόσμος διαβάζει σε χιλιάδες αντίτυπα το φυλλάδιο ανώνυμου συγγραφέα με τίτλο «Ονανία: το αποκρουστικό αμάρτημα της μόλυνσης του εαυτού και όλες οι τρομακτικές συνέπειές του». Η «ψυχανωμαλία της μόλυνσης», του αυνανισμού[1], γίνεται η πιο διαδεδομένη ψυχική νόσος στη Βικτοριανή Αγγλία και καταπολεμείται με συστηματικές αγωγές. Μέχρι το 2001, το εγχειρίδιο ψυχολογίας που διένειμε το Πανεπιστήμιο Αθηνών συντηρεί ανάλογες απόψεις για σεξουαλικές συμπεριφορές όπως η ομοφυλοφιλία (Κωσταράς, 2000) και άλλες «ονομαστές» «ψυχανωμαλίες». Σήμερα αυτά φαντάζουν φαιδρά, αλλά δείχνουν τον έγχρονο χαρακτήρα του τι θεωρούμε υγιέςνοσηρότρελό και θεραπεύσιμο.

Το γεγονός όμως, ότι ο αυνανισμός ή η ομοφυλοφιλία δεν θεωρούνται σήμερα ψυχικές διαταραχές, δεν σημαίνει ότι έχουν αυξηθεί και οι «ανοχές» μας στις «αποκλίνουσες», από την επιθυμητή «κανονικότητα» συμπεριφορές. Πολλοί φιλόσοφοι (Foucault, 1964 ∙ Sedgwick 1981) ή γιατροί (Szasz, 1960) υποστηρίζουν ότι αυτό που θεωρείται σε κάθε περίπτωση ψυχικά υγιές ή νοσηρό, συνδέεται με τις ηθικές ανοχές και τις επιθυμητότητες της κάθε εποχής. 

Αν φυλλομετρήσει κανείς τα Διαγνωστικά και Στατιστικά Εγχειρίδια της Ψυχιατρικής θα καταλήξει μάλλον στο συμπέρασμα ότι οι ανοχές μας στο τι θεωρούμε σήμερα υγιές μειώνονται.  Είναι χαρακτηριστικό, ότι το DSM (Diagnostic and Statistic Manual for Mental Disorders), από 100 περίπου σελίδες που ήταν το 1952, όταν πρωτοεκδόθηκε, έχει ξεπεράσει πλέον τις 900. Μπορεί λοιπόν να μην περιλαμβάνονται πια, στα διαγνωστικά εγχειρίδια, κάποιες «ανωμαλίες», όπως οι παραπάνω, σίγουρα όμως έχουν καταγραφεί και ταξινομηθεί σ’ αυτά συμπεριφορές, που αποκλίνουν από αυτό που σήμερα θα θέλαμε να θεωρούμε κανονικό, όπως για παράδειγμα, διαταραχές σεξουαλικού προσανατολισμού, διαταραχές στην αγωγή των παιδιών, ενοχλητικές συμπεριφορές, όπως η χαρτοπαιξία κλπ.

Να σημειώσουμε ότι στα Διαγνωστικά Εγχειρίδια (DSM IV, 1994 ∙ ICD-10, 1992) σύμφωνα με τον Szasz, ταξινομούνται δυο κατηγορίες παθήσεων: [α] διανοητικές δυσλειτουργίες που σχετίζονται με συγκεκριμένη εγκεφαλική βλάβη (όπως οι νόσοι Alzheimer, Creutzfeldt- Jakob, Parkinson κλπ, ή οι διάφοροι όγκοι) και [β] ψυχικές διαταραχές που αποδίδονται, όπως λέει ο Szasz (1972) ψευδεπίγραφα και καταχρηστικά, ενώ στη πραγματικότητα αφορούν σε προβλήματα επιβίωσης, στα οποία η «ετικέτα» ψυχική νόσος, στιγματίζει ανθρώπους που η συμπεριφορά τους, ενοχλεί ή προσβάλει άλλους ανθρώπους. 

Η συζήτηση στο παρόν, αφορά, ανεξάρτητα από τους αφορισμούς του  Szasz, τις ψυχικές διαταραχές που δεν οφείλονται σε διακεκριμένες νευρολογικές παθήσεις (Alzheimer κλπ), αλλά συνδέονται με συμπεριφορές που αξιολογούνται ως μη επιθυμητές και συνεπώς μη υγιείς. 

Δυο σημαντικά πεδία στα οποία μπορεί να ασκηθεί κριτική σχετικά με την εγκυρότητα των διαγνωστικών εγχειριδίων και συνεπώς με τις ηθικές ευθύνες που συνεπάγεται η ιατρική απόφανση με βάση αυτά είναι τα εξής:

[α] Το πρώτο πεδίο περιλαμβάνει αμφισβητήσεις και αξιολογικά προβλήματα που συνδέονται με τις κοινωνικές, πολιτισμικές ή θρησκευτικές πεποιθήσεις και τις διαφορετικές ηθικές αρχές που υιοθετούν οι διάφορες κοινωνίες.

[β] Το δεύτερο πεδίο αμφισβήτησης σχετίζεται με το πρόβλημα της  γλώσσας αλλά και μια σημαντική εννοιολογική σύγχυση μεταξύ «Κριτηρίων» και «Συμπτωμάτων».

Για την πρώτη γραμμή αμφισβήτησης έχουν γραφτεί πολλά. Αυτό που λένε, λίγο πολύ, τα επιχειρήματα της «κοινωνικής» ή «αξιολογικής» αμφισβήτησης, είναι ότι: «το κριτήρια του πότε μια συμπεριφορά ξεφεύγει από τα «επιθυμητά» όρια και γίνεται «αφύσικη», «ανώμαλη», κλπ, είναι αξιολογικό – ηθικό κριτήριο». Θεωρητικά λοιπόν, θα έπρεπε να υπάρχουν διαφορετικά διαγνωστικά εγχειρίδια για τις διάφορες κοινωνίες ή τις διάφορες πολιτισμικές ιδιαιτερότητες;  

Μια συγκροτημένη μελέτη αμερικανών ψυχιάτρων (Mezzich ∙ Kleinman ∙  Fabrega ∙ Parron, 1996) υποστηρίζει, ότι κάθε κοινωνία διαθέτει διαφορετικά κριτήρια για τη κανονικότητα, την παρέκκλιση, την αντικανονικότητα, το σεβασμό, την ανθρώπινη συμπεριφορά… Στη μελέτη αναφέρονται περιπτώσεις κοινωνικών – πολιτισμικών ή ηθικών ιδιαιτεροτήτων που με βάση τα διαγνωστικά εγχειρίδια θα έπρεπε να ερμηνεύονται ως ψυχικές διαταραχές. 

Τέτοιες περιπτώσεις είναι, η πίστη σε θεότητες και η επικοινωνία μαζί τους (είναι γνωστή η πρόταση: όταν προσεύχεσαι στο θεό είσαι πιστός, αλλά όταν ο θεός σου απαντάει είσαι σχιζοφρενής), η «επικοινωνία» με νεκρούς που συνδέεται με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις ορισμένων λαών για το θάνατο, ο ακατάληπτος λόγος ή τα οράματα, κλπ (συμπτώματα, που σχετίζονται με τη σχιζοφρένεια), που  παρουσιάζουν οι σαμάνοι μικρών αφρικανικών φυλών, η δυσπιστία και η καχυποψία νεαρών μαύρων της Βορείου Αμερικής (συμπτώματα διαταραχής προσωπικότητας) που συνδέονται όμως με τον ρατσισμό και τις διακρίσεις που βιώνουν καθημερινά στη κοινωνική τους ζωή, οι δεισιδαιμονίες (κακό μάτι, γρουσουζιά, το μέλλον στον καφέ) λαών της Μεσογείου, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων ή η πίστη στις κατάρες και στη μαγεία, λαών της Λατινικής Αμερικής (συμπτώματα παρανοειδούς διαταραχής) που συνδέονται όμως με τις παραδόσεις και τις λαϊκές πεποιθήσεις κ.α. 

Ακόμα, η απομόνωση από τη κοινωνική ζωή, η απώλεια σεξουαλικής διάθεσης κλπ (συμπτώματα σχιζοειδούς προσωπικότητας) μπορεί να είναι χαρακτηριστικά της μοναστικής ζωής και των «φωτισμένων» ασκητών ή η σχολαστικότητα, οι εμμονές και η υπεραφοσίωση σε μια εργασία, παραμερίζοντας διασκέδαση, φίλους, οικογένεια κλπ (συμπτώματα ψυχαναγκαστικής ιδεοληψίας) χαρακτηρίζουν αρκετούς επιστήμονες, ακαδημαϊκούς κλπ.

Ο κατάλογος των περιπτώσεων είναι μακρύς και επιβεβαιώνει την σχέση των κοινωνικών πεποιθήσεων και των ηθικών αρχών με συμπεριφορές που μπορεί να χαρακτηριστούν παρεκκλίνουσες. Αυτό που μπορεί να βγει ως συμπέρασμα από τέτοιες επισημάνσεις είναι, ότι οι πολιτισμικές και φιλοσοφικές πεποιθήσεις του (ορθολογικού) δυτικού πολιτισμού, αντανακλώνται στα διαγνωστικά εγχειρίδια, ταξινομώντας ουσιαστικά μια συμπεριφορική ψυχοπαθολογία, που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε με ασφάλεια, ως ψυχοπαθολογία των «δυτικών ανοχών». 

Έτσι διαμορφώνεται μια «κανονικότητα» η οποία όπως τονίζει και ο Foucault (2004) δεν είναι τίποτε άλλο από μια κατάσταση στην οποία εθιζόμαστε, μέσω της πειθαρχίας, της εκπαίδευσης και όλου του πλέγματος των δυνάμεων που καλεί «μικροφυσική της εξουσίας» (σχολείο, στρατός, εργασία, κλινική κλπ). Μια σωρεία δηλαδή ρυθμίσεων για το τι θεωρείται επιτρεπτό και τι «κανονικό» ή «ανώμαλο» καθιερώνει στη καθημερινή μας ζωή ένα «δεσμωτηριακό συνεχές»[2]

Σύμφωνα με τη θεωρία του Foucault, τα διαγνωστικά εγχειρίδια, αν ληφθούν υπ’ όψη, ως αδιαμφισβήτητοι «κανόνες» μιας αυθεντίας, θα μπορούσαν να θεωρηθούν ότι συμβάλουν στο «δεσμωτηριακό συνεχές», που έχει σα σκοπό να διαφυλάξει αυτή την «επιθυμητή» κανονικότητα… Όμως, ευτυχώς ή δυστυχώς, ζούμε σε έναν πλανήτη που χαρακτηρίζεται από ποικιλότητα παραδόσεων, πίστεων, πολιτισμών, γονιδίων, συμπεριφορών κλπ. Η ποικιλία των «κανονικοτήτων», ένα εγγενές χαρακτηριστικό της ποικιλότητας της ανθρώπινης ύπαρξης, δεν αφήνει περιθώρια για επιθυμητότητες χωρίς αμφισβήτηση. 

Στο δεύτερο πεδίο αμφισβήτησης των διαγνωστικών εγχειριδίων, κυριαρχεί το γλωσσικό – εννοιολογικό πρόβλημα.

Μια πρώτη αντίρρηση που θα μπορούσε να διατυπώσει κανείς, είναι ότι τα κριτήρια που περιγράφονται σ’ αυτά, πχ. τα κριτήρια της  για τη διάγνωση της κατάθλιψης ή της  δυσθυμίας, περιστρέφονται γύρω από ψυχοσωματικά συμπτώματα. Πέραν του παραδοσιακού δυτικού δυισμού «ψυχο-σωμα-τικά», που δεν θα σχολιάσω εδώ, παρατηρούμε το εξής:  Ενώ τα σωματικά συμπτώματα είναι μετρήσιμα (πχ. η απώλεια βάρους, οι διαταραχές στον ύπνο κλπ) υπάρχει μια μεγάλη δυσκολία προσέγγισης των ψυχικών συμπτωμάτων (πχ. αναποφασιστικότητα, έλλειψη ενδιαφέροντος, χαρά και θλίψη κλπ). Η γλώσσα παίζει τεράστιο ρόλο στην έκφραση των συναισθημάτων. Για παράδειγμα στα ελληνικά, έχουμε δυο διαφορετικές λέξεις, έρωτας και αγάπη, για να εκφράσουμε δυο διαφορετικά συναισθήματα, ενώ άλλοι λαοί εκφράζονται μόνο με μια λέξη. Αντίστοιχα οι κινέζοι χρησιμοποιούν μια λέξη για τις έννοιες, «θλίψη», «απόγνωση» και «απελπισία». Η έννοια της λέξης μελαγχολικός ή δύσθυμος (depressed) απουσιάζει εντελώς από το λεξιλόγιο των ινδιάνων της Αμερικής και του Καναδά, και πολλών νομάδων της νοτιοανατολικής Ασίας. (Mezzich ∙ Kleinman ∙  Fabrega ∙  Parron, 1996). Τα παραδείγματα κι εδώ είναι πολλά. Το πρόβλημα της γλωσσικής έκφρασης, σημασιοδότησης και εννοιολογικής προσέγγισης του κάθε «ψυχικού» συμπτώματος σε διαφορετικές γλώσσες και κουλτούρες, παραμένει άλυτο.

Το σημαντικότερο όμως εννοιολογικό – γλωσσικό σφάλμα, που συνδέεται με την εγκυρότητα των εγχειριδίων, έχει να κάνει με τον ρόλο που υπόσχονται. Τα εγχειρίδια υποτίθεται ότι παρουσιάζουν τα κριτήρια βάσει των οποίων ο γιατρός ή ο θεραπευτής θα προχωρήσει στη διάγνωση. Το πρόβλημα όμως είναι, ότι στα εγχειρίδια, (κυρίως στο DSM) περιγράφονται και παρουσιάζονται «συμπτώματα» ως κριτήρια και όχι κριτήρια καθ’ εαυτά, δηλαδή καθοριστικά και αδιαμφισβήτητα «κριτήρια». Τι εννοώ:

Ο Wittgenstein (1972) επεσήμανε και τόνισε τη διαφορά μεταξύ κριτηρίου και συμπτώματος

Λέει χαρακτηριστικά, πως στην ερώτηση: «πως ξέρεις ότι συμβαίνει το τάδε;» μερικές φορές απαντάμε προβάλλοντας «κριτήρια» και άλλες φορές «συμπτώματα». Αν η ιατρική ονομάζει (πχ) αμυγδαλίτιδα μια πάθηση που προκαλείται από κάποιο συγκεκριμένο βάκιλο κι εμείς ρωτάμε σε κάποια περίπτωση «γιατί αυτός ο άνθρωπος έχει αμυγδαλίτιδα;»  τότε η απάντηση «βρήκα τον τάδε βάκιλο στο αίμα του», μας δίνει το κριτήριο, ή αυτό που μπορούμε να αποκαλούμε το «καθοριστικό κριτήριο» της αμυγδαλίτιδας. Αν από την άλλη μεριά η απάντηση ήταν: «ο λαιμός του είναι ερεθισμένος», αυτό θα μας έδινε ένα σύμπτωμα της αμυγδαλίτιδας. 

Ονομάζω σύμπτωμα ένα φαινόμενο, που η εμπειρία μάς έχει διδάξει ότι συμπίπτει, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο,  με το φαινόμενο που συνιστά το καθοριστικό μας κριτήριο. 

Τότε η πρόταση «ένας άνθρωπος έχει αμυγδαλίτιδα, αν βρεθεί ο βάκιλος στο αίμα του» είναι μια ταυτολογία, ή ένας εύκολος τρόπος διατύπωσης του ορισμού της αμυγδαλίτιδας. Όμως το να πεις «ένας άνθρωπος έχει αμυγδαλίτιδα όποτε έχει ερεθισμένο λαιμό» είναι υπόθεση[3].

Το κριτήριο εισάγεται στο συλλογισμό βάση του ορισμού, ενώ το σύμπτωμα βάσει της εμπειρίας. Κριτήριο είναι η επαρκής αιτία για την αλήθεια ενός ισχυρισμού (Πελεγρίνης, 2004). Αντίθετα, η υπόθεση είναι μια πρόταση που τίθεται προληπτικά ως πιθανή εξήγηση, προκειμένου ύστερα από έρευνα να διαπιστωθεί αν η διατυπωθείσα πρόταση ισχύει ή είναι αυθαίρετη. Η σχέση κρινόμενου πράγματος και συμπτώματος δεν είναι αναγκαία, σε αντίθεση από τη σχέση κριτηρίου και κρινόμενου πράγματος, η οποία είναι αναγκαία και καθοριστική, αφού το κριτήριο αποτελεί μέρος του ορισμού του κρινόμενου πράγματος. 

Στις περισσότερες από τις περιπτώσεις διανοητικών διαταραχών τα διαγνωστικά καθοριστικά κριτήρια είναι τα ίδια τα συμπτώματα. Αυτό δημιουργεί ένα σοβαρό θέμα για την αξιοπιστία των κριτηρίων σε αντίθεση με τους άλλους κλάδους της Ιατρικής. Ενώ στις ιατρικές διαγνώσεις εν γένει, υπάρχουν καθοριστικά κριτήρια για να διαπιστώσει κάποιος την ύπαρξη ενός ιού, μιας δυσπλασίας, ενός κατάγματος, ενός εμφράγματος, μιας αναιμίας κλπ., στη περίπτωση των ονομαζόμενων «ψυχικών διαταραχών», το κριτήριο της διάγνωσης είναι το ίδιο το σύμπτωμα, δηλαδή η συμπτωματική συμπεριφορά.

Ο Wittgenstein υποστηρίζει ότι στη καθημερινή μας ζωή μπερδεύουμε τα καθοριστικά κριτήρια με τα συμπτώματα, γιατί «γενικά δεν χρησιμοποιούμε την γλώσσα με ακριβείς κανόνες». Η συνηθισμένη χρήση της γλώσσας σπάνια συμβαδίζει με το πρότυπο ακρίβειας. Αυτό όμως δεν δικαιολογείται στην επιστημονική γλώσσα. Σε άλλο σημείο ο Wittgenstein σημειώνει (1972), ότι χρησιμοποιούμε λέξεις για διανοητικές λειτουργίες (πχ διαβάζω) οι οποίες συμβαίνουν στον εγκέφαλο και φανταζόμαστε εσωτερικές διεργασίες. Οι εσωτερικές αυτές διεργασίες είναι το πραγματικό κριτήριο για το αν κάποιος π.χ. διαβάζει ή όχι. Αλλά στην πραγματικότητα αγνοούμε (εν πολλοίς) αυτούς τους μηχανισμούς. Έτσι, αυθαίρετα βγάζουμε το συμπέρασμα ότι αυτός διαβάζει, επειδή παρατηρούμε κάποια συμπτώματα, ότι είναι για παράδειγμα σκυμμένος πάνω από ένα βιβλίο, ή κουνάει τα μάτια του δεξιά- αριστερά σε μια σελίδα. Η εμπειρική όμως αυτή παρατήρηση, δεν μπορεί να αποτελεί το αντικειμενικό «καθοριστικό» κριτήριο για να πούμε αν κάποιος διαβάζει ή όχι…

Στις Φιλοσοφικές Έρευνες, o Wittgenstein (1977) επανέρχεται στο θέμα κριτηρίων και συμπτωμάτων τονίζοντας ότι: «η ταλάντευση στη γραμματική ανάμεσα στα κριτήρια και τα συμπτώματα, κάνει να φαίνεται σα να μην υπάρχουν παρά μόνο τα συμπτώματα, τα οποία προέρχονται από εμπειρίες και εντυπώσεις που μας δημιουργούν οι αισθήσεις… Κάποιος μπορεί να πει ότι οι εντυπώσεις των αισθήσεων μπορεί να μας ξεγελάσουν. ‘Όμως δεν πρόκειται για το ότι οι εντυπώσεις των αισθήσεων μπορούν να μας ξεγελάσουν, αλλά για το πώς κατανοούμε τη γλώσσα τους. Κάθε γλώσσα στηρίζεται πάνω σε συμβάσεις…». Τα κριτήρια αποτελούν ένα είδος καθολικής και αδιαμφισβήτητης σύμβασης που έχει τυπικό χαρακτήρα και αποτελεί την επαρκή και αναγκαία αιτία για την καθοριστική κρίση.

Όταν περιγράφουμε μια αρρώστια, λέει ο Wittgenstein (1993), μέσω των εξωτερικών συμπτωμάτων τα οποία ξέρουμε ότι εμφανίζονται πάντοτε με την αρρώστια, κάνουμε μια σύνδεση, η οποία όμως δεν έχει τυπικό χαρακτήρα.

Ίσως γι αυτό ο Wittgenstein (1980) δεν θεωρούσε αυτό που ονομάζουμε «τρέλα» ως αρρώστια. Έλεγε χαρακτηριστικά, ότι: «δεν είναι υποχρεωτικό να βλέπει κανείς τη τρέλα ως αρρώστια. Γιατί να μην την βλέπει σαν μια λίγο ή πολύ αναπάντεχη αλλαγή χαρακτήρα...». Ίσως, γι αυτό ασκούσε και δριμεία κριτική στον συμπατριώτη του Sigmund Freud, του οποίου αναγνώριζε την ευφυΐα αλλά αμφισβητούσε την επιστημονική αξία. Έλεγε χαρακτηριστικά ότι: «προσέφερε (ο Freud)  μια κακή υπηρεσία, γιατί οι ψευδοεξηγήσεις του σε σχέση με τα διαγνωστικά μοντέλα, δίνουν τη δυνατότητα σε κάθε ηλίθιο (sic) να εξηγεί μέσα από αυτά, τα συμπτώματα κάθε αρρώστιας…» (Wittgenstein, 1980).

Είναι λογικό να καταλήγουμε σε συμπεράσματα με βάση τις παρατηρήσεις μας και τη μελέτη των συμπτωμάτων. Αυτό είναι μια καλή αρχή για ν’ αρχίσουμε μια μελέτη η οποία θα μας οδηγήσει στην διακρίβωση και τον καθορισμό σαφών και αδιαμφισβήτητων κριτηρίων (εφ’ όσον αυτά υπάρχουν). Κατασκευάζουμε και εξηγούμε έννοιες, διαταραχές, αρρώστιες, και κανονικότητες, επειδή πιστεύουμε στη παρατήρηση και στους μέσους όρους. Στη συνέχεια, θεωρούμε ότι οι έννοιες ή οι διαταραχές που επινοήσαμε υπάρχουν στη πραγματικότητα. Πιστεύουμε στην πραγματικότητα των εννοιών, λέει ο Nietzsche (2001), επειδή πιστεύουμε στη λογική. Ο Λόγος μας, κατασκευάζει έννοιες, στις οποίες στη συνέχεια σκοντάφτουμε σα να είναι βράχοι που υπάρχουν στη πραγματικότητα. Τέτοιοι βράχοι είναι και οι έννοιες της κανονικότητας και της υγείας. Για παράδειγμα κατασκευάζουμε την έννοια της κατάθλιψης και στη συνέχεια με οδηγό τα συμπτώματα της εμπειρίας πραγματοποιούμε διαγνώσεις που βασίζονται σε άλλες έννοιες όπως η θλίψη, η απώλεια ενδιαφερόντων και ευχαρίστησης, η μειωμένη αυτοεκτίμηση, οι ζοφερές και απαισιόδοξες προοπτικές για το μέλλον, κλπ. Παρατηρώντας τα συμπτώματα, πραγματοποιούμε «λογικές» διαγνώσεις, ξεχνώντας ότι απουσιάζουν τα καθοριστικά κριτήρια που είναι απαραίτητα για την ισχύ μιας έννοιας. Ακόμα, κι αυτό είναι το σημαντικότερο, ξεχνάμε ότι πρόκειται για «έννοιες» και όχι για «γεγονότα» της πραγματικότητας. Πρόκειται δηλαδή για κρίσεις, που εμείς έχουμε ορίσει. 

Η κατασκευασμένη έννοια της ψυχικής υγείας (η κρίση δηλαδή του τι είναι υγιές και τι όχι), έχει δημιουργήσει έναν «πραγματικό» κόσμο «ψ», ένα σύνολο επαγγελμάτων, βιομηχανιών, κλινικών, φαρμάκων, ασθενών, νόμων, θεσμών κλπ. Το πρόβλημα της αμφισβήτησης της διάγνωσης αλλά και της ίδιας της έννοιας της ψυχικής διαταραχής δημιουργεί μια σειρά από ηθικά ζητήματα που σχετίζονται με την ακούσια νοσηλεία, τον εγκλεισμό, την φαρμακευτική θεραπεία, το δικαίωμα στη μη θεραπεία, το δίλλημα επιλογής θεραπευτή, το θέμα ψυχιατρικού απορρήτου, το θέμα νομικού καταλογισμού της ευθύνης κλπ.

Αυτό που προτείνω, είναι πριν «θεραπεύσουμε» τις ψυχικές διαταραχές, να θεραπεύσουμε τη γλώσσα και τη σκέψη μας από εννοιολογικά λάθη που δημιουργούν βεβαιότητες και συντηρούν μύθους που εμείς οι ίδιοι έχουμε κατασκευάσει. Παραφράζοντας τον Wittgenstein (1980), θα έλεγα, πως το κατέβασμα από τις άγονες κορυφές της ευφυΐας στις εύφορες κοιλάδες της τρέλας… είναι ανάλογο με τη διαδρομή από τις άγονες κορυφές της αυθεντίας και της βεβαιότητας στις γόνιμες κοιλάδες της αβεβαιότητας, που καλείται να επαναπροσδιορίσει σε ένα «ανοιχτό» νοηματοδοτικό σύστημα, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε, αποφασίζουμε και πράττουμε._





Βιβλιογραφικές Αναφορές:

Foucault, M. (1964). Folie et déraison: Histoire de la Folie a l’âgé classique. Edition Plon. Στα Ελληνικά: Η Ιστορία της τρέλας. Αθήνα: Ηριδανός, χωρίς χρονολογία έκδοσης.
Foucault, M. (2004). Επιτήρηση και Τιμωρία. Αθήνα: Εκδόσεις Ράππα. 
Mezzich, J. Kleinman, A. Fabrega, H. Parron, D. (1996). Culture & Psychiatric Diagnosis. Washington DC: American Psychiatric Press.
Nietzsche, F. (2001). Η Θέληση για Δύναμη. Σκόπελος: Εκδόσεις Νησίδες. (πρωτότυπο: Der Wille Zur Macht, fr. 516)
Sedgwick, P. (1981). “Illness, mental and otherwise”. Περιλαμβάνεται στο: Coplan, A. Engelhard, H. McCartney,J. (ed). Concepts of Health and Disease: Interdisciplinary Perspectives. London, 1981
Szasz, T.S. (1960). “The Myth of Mental Illness”. American Psychologist. Περιλαμβάνεται στο Mappes, T. (1996). Biomedical Ethics. ΝΥ: McGraw-Hill inc.
Szasz, T.S. (1971). The Manufacture of Madness. London: Rouledge and Kegan Paul. Στα Ελληνικά: Η Βιομηχανία της Τρέλας. Θεσσαλονίκη: Εκδοτική Θεσσαλονίκης 2006
Szasz, T.S. (1972). The Myth of Mental Illness: Foundations of a theory of Personal Conduct. London: Paladin
Wittgenstein, L. (1972). The Blue and Brown Book. Preliminary Studies for the Philosophical Investigations. Oxford: Blackwell. Στα Ελληνικά: Το Μπλε και το Καφέ Βιβλίο. Αθήνα: Καρδαμίτσα 1984
Wittgenstein, L. (1977). Φιλοσοφικές Έρευνες. Αθήνα: Εκδόσεις Παπαζήση.
Wittgenstein, L. (1980) Culture and Value. Oxford: Blackwell. (ed. GH von Wright). Στα Ελληνικά: Πολιτισμός και Αξίες. Αθήνα: Καρδαμίτσα, 1986.
Wittgenstein, L. (1993). Φιλοσοφικές Παρατηρήσεις. Αθήνα: Γνώση.
Κωσταράς, Γ. (2001).  Ψυχολογία του Ανθρώπου. Αθήνα: Πανεπιστήμιο Αθηνών (έκδοση όγδοη)
Πελεγρίνης, Θ. (2004) Λεξικό της Φιλοσοφίας. Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα.

Διαγνωστικά Εγχειρίδια
DSM IV: Diagnostic and Statistical Manual of Mental Disorders. (1994). Washington: American Psychiatric Association. (το Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο της Αμερικανικής Ψυχιατρικής Ένωσης)
The ICD-10 classification of mental and behavior disorders: clinical descriptions and diagnostic guidelines. (1992). Geneva: World Health Organization. (το σύστημα της Διεθνούς Ταξινόμησης Διαταραχών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας της Γενεύης)


Ιστοσελίδες
http://www.foucault.de/ ( http://www.foucault.de/ )
http://www.szasz.com/ ( http://www.szasz.com/ )




[1] στα αγγλικά masturbation προέρχεται από το λατινικό manu stupration, manual stupration, μολύνω με το χέρι (Szasz, 1971)
[2] continuum carceral
[3] Δηλαδή: όχι διάγνωση




Δεν υπάρχουν σχόλια: