Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2017

Ο τοξικομανής και ο θάνατος - Πηγή: Κατερίνα Μάτσα, "Το αδύνατο πένθος και η Κρύπτη"

Ο τοξικομανής και ο θάνατος




Κατά τον Φρόυντ, η απώλεια ενός παιδιού προκαλεί στους γονείς μια ναρκισσιστική πληγή, που κλονίζει βαθιά μια ιδανική εικόνα του Εγώ.
Αυτή η ναρκισσιστική πληγή έχει, κατά τον Ανούς, σχέση με το αίσθημα ενοχής που κουβαλούν για το θάνατο που δεν μπόρεσαν να εμποδίσουν αλλά και με το ανυπόφορο, γι” αυτούς, αίσθημα ντροπής, επειδή στην οικογενειά του έχει φωλιάσει ο θάνατος.  Αυτόν τον θάνατο τον αρνούνται με όλη την δύναμη της υπαρξής τους. Έτσι η άρνηση του αμετάκλητου του θανάτου του αγαπημένου τους παιδιού, το αδύνατο πένθος και η κρύπτη τους ωθούν στο να δημιουργήσουν το λεγόμενο «παιδί της αντικατάστασης». Να φέρουν, δηλαδή, στον κόσμο ένα παιδί που θα πάρει τη θέση του νεκρού αδελφού του. Σ” αυτό το παιδί δίνουν το όνομα του αγαπημένου νεκρού, τα ρούχα του, τα παιχνίδια του, το συγκρίνουν διαρκώς μ” εκείνο. Το να φέρουν στο κόσμο ένα παιδί ζωντανό, που θα πάρει τη θέση του νεκρού, αποτελεί μια ατράνταχτη απόδειξη ότι μπορεί να δημιουργήσουν κάτι καλό και ότι μπορεί και να μην ευθύνονται οι ίδιοι για τη μεγάλη απώλεια. Αυτή η γέννηση, που τόσο έχουν επιθυμήσει, από τη μια έρχεται να γαληνέψει τη ψυχή τους και από την άλλη φέρνει στην επιφάνεια όλη την επιθετικότητα τους απέναντι στο παιδί που έφυγε και τους εγκατέλειψε τη δυστυχία τους.
Γι” αυτούς τους γονείς το παιδί της αντικατάστασης είναι ένα καινούργιο, ένα άλλο παιδί και ταυτόχρονα, ασυνείδητα, το ίδιο, το παλιό, αυτό που χάθηκε. Όντας καινούργιο γίνεται πάντα αντικείμενο σύγκρισης με το παλιό. Το νεκρό παιδί όμως έχει πια εξιδανικευτεί στα μάτια τους σε τέτοιον βαθμό που είναι αδύνατο στο ζωντανό να το συναγωνιστεί. Έτσι το παιδί της αντικατάστασης παραμένει μόνιμα με το αίσθημα του μειονεκτικού, του χαμένου, του υποκατάστατου των ίδιων των γονεϊκών επιθυμιών, με το διάχυτο αίσθημα μιας αναίτιας κατάθλιψης που το συντροφεύει σε όλη του τη ζωή του. Αυτό το παιδί είναι πολύ δύσκολο να αυτονομηθεί και να ορίσει την υπαρξή του χωρίς το θάνατο ως σημείο αναφοράς.
Το παιδί της αντικατάστασης προκαλεί σ” ολόκληρη την οικογένεια ένα κύμα συναισθημάτων που καλύπτουν όλο το φάσμα από την αγάπη μέχρι το μίσος και την (ασυνείδητη) επιθυμία θανάτου του παρείσακτου, που πήρε τη θέση του αγαπημένου νεκρού. Αυτό το παιδί πρέπει να δομήσει την ταυτότητά του με βάση ένα ξένο σώμα που οι γονείς του εναπόθεσαν πάνω του, πράγμα που γίνεται όλο και πιο δύσκολο όταν η απώλεια του προσώπου που έρχεται να αντικαταστήσει έχει κρατηθεί μέχρι τώρα μυστική.
Το φάντασμα του νεκρού, επανενσαρκωμένο, στο παιδί της αντικατάστασης, είναι εξαρχής επιφορτισμένο με μια αδύναμη αποστολή: να αντικαταστάσει και να παραμείνει σε όλη του τη ζωή η ζωντανή απόδειξη της αδικίας που έγινε μ” εκείνον το θάνατο αλλά και της ανικανότητας των γονιών να τον αποτρέψουν, προστατεύοντας καλύτερα το παιδί που χάθηκε.
Η παρουσία του φαντάσματος του νεκρού παιδιού μέσα στην οικογένεια ως μέλος της, σταματά την έξελιξή της ως σύστημα, βυθίζοντάς τη στη σιωπή και στη οδύνη, ενώ το ίδιο το παιδί- φάντασμα προορίζεται να γίνει «προδιαγεγραμμένος ασθενής». Κάποιοι συγγραφείς συνδέουν ιδιαίτερα αυτές τις καταστάσεις με την ψυχογενή ανορεξία. Πως στ” αλήθεια να φας, όταν έχεις πάρει την θέση ενός νεκρού;
Το βαθύ τραύμα των γονέων από τη φοβερή απώλεια, η ανικανότητά τους να το επουλώσουν και το ανέφικτο πένθος τους «μεταδίδονται» σε αυτό το παιδί, μέσα από τη συναισθηματική σχέση που αναπτύσσουν μαζί του από τη στιγμή που έρχεται στο κόσμο για να αντικαταστήσει εκείνο που έφυγε. Έτσι, το παιδί της αντικατάστασης γίνεται ο κληρονόμος του πένθους που δεν επιτελέστηκε και ο θάνατος βάζει τη σφραγίδα στη ζωή του. Το νεκρό αδελφάκι, του οποίου πήρε τη θέση στην οικογένεια, γίνεται το φάντασμα που το στοιχειώνει και το γεμίζει δυστυχία. Οι γονείς είναι υπερπροστατευτικοί μαζί του. Οι σχέσεις τους μαζί του έχουν το χαρακτήρα της παθολογικής προσκόλλησης και της υπερεμπλοκής στη ζωή του. Δεν μπορούν να δεχτούν ότι πρέπει να το αποχωριστούν όταν αυτό ενηλικιωθεί, όπως δεν δέχτηκαν ποτέ ότι έχασαν οριστικά το προηγούμενο παιδί τους, το αρχικό αντικείμενο της αγάπης τους.
Το «παιδί της αντικατάστασης» είναι η ζωντανή μαρτυρία του θανάτου του παιδιού που προηγήθηκε. Ταυτόχρονα είναι και η απόδειξη ότι η συγκεκριμένη μαρτυρία είναι αδύνατη, αφού, όταν εκείνο πέθανε, αυτό δεν είχε έρθει ακόμα στη ζωή.
Τελικά, το μόνο που μπορεί να μαρτυρήσει «το παιδί της αντικατάστασης» είναι η ύπαρξη της κρύπτης και του φαντάσματος. Ανοιχτά ερωτήματα όλα αυτά, η κρύπτη και το μυστικό της, η μαρτυρία και ο μάρτυρας. Ερωτήματα, που όπως λέει η Ζ. Ντεριντά είναι αδύνατο να διαχωριστούν από εκείνα της επιβίωσης και του θανάτου. Τελικά, κανείς δεν μπορεί να μιλήσει για τον μάρτυρα, που μένει μόνος του και χωρίς μάρτυρα μπροστά στον δικό του τάφο. Έναν τάφο που παραμένει μόνιμα ανοιχτός, περιμένοντας τη στιγμή που θα χάσει στο παιδί της ρώσικης ρουλέτας, την οποία παίζει διαρκώς με το θάνατο. Γιατί αυτό το παιδί, μεγαλώνοντας, έχει πολλές πιθανότητες να στραφεί στα ναρκωτικά και να εξαρτηθεί από αυτά. Μέσα στο κλίμα της εποχής, που ευνοεί τη χρήση των ουσιών, θα αναζητήσει σε αυτές τον τρόπο για να χαλαρώσει από την ένταση, να νιώσει την ευφορία που δίνει το ναρκωτικό, αντίβαρο, στην μόνιμη θλίψη του, να βγεί από την παγωνιά του θανάτου, που κουβαλά μέσα του, να ξεφύγει, έστω και για λίγο, από τα φαντάσματα, που τον στοιχειώνουν.
πηγή: Κατερίνα Μάτσα – Το αδύνατο πένθος και η Κρύπτη 
Αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα eglimatologia.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια: